δυπόνδιος

δυπόνδιος
ο
1. ρωμαϊκό μέτρο και νόμισμα με βάρος και αξία δύο ασσαρίων
2. μέτρο μήκους ίσο με δύο πόδια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”